- λούμπουνας
- ο , λούμπούνι τό бородавка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λούμπουνας — ο, και λουμπούνι, το η κρεατοελιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. lupinus < λατ. lupus «λύκος»] … Dictionary of Greek
λουμπουνιάζω — [λούμπουνας] έχω ή αποκτώ πολλές κρεατοελιές ή πολλά σπυριά … Dictionary of Greek